- λουθηρανικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο Λούθηρο ή στο δόγμα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουθηρανικός — η, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Γερμανό θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Λούθηρο και στη διδασκαλία του («Λουθηρανική Εκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lutheran < όν. τού Γερμανού Martin Luther, θρησκευτικού… … Dictionary of Greek
λουθηρανός — ή, ό 1. λουθηρανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο λουθηρανός, η λουθηρανή ο, η οπαδός τού λουθηρανικού δόγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lutheran < όν. τού Martin Luther, Γερμανού θρησκευτικού μεταρρυθμιστή] … Dictionary of Greek
Τάμπερε — Πόλη (170.000 κάτ.) της Φινλανδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας στο κυβερνείο Χιάμε, σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Κοκεμιάεντόκι. Είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της Φινλανδίας, μετά το Ελσίνκι, από πληθυσμιακή αλλά και από… … Dictionary of Greek